- βοτρυόπαις
- βοτρυόπαις (-παιδος), ο, η (Α)1. φρ. «βοτρυόπαις ἄμπελος» — το κλήμα που παράγει σταφύλια2. φρ. «βοτρυόπαις χάρις» — αυτή που προέρχεται από τα σταφύλια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βοτρυόπαις — grape born masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτρυόπαιδα — βοτρυόπαις grape born masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βότρυς — Το σταφύλι· το σύνολο των ρωγών του σταφυλιού μαζί με τον μίσχο που τις συγκρατεί· το τσαμπί. Στα χρόνια του Βυζαντίου, β. ονομαζόταν η πολυποίκιλτη στολή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. (Βοτ.) Β. ονομάζεται ένας τύπος ανθοταξίας, δηλαδή διάταξης… … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek